περιζέω
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
English (LSJ)
A boil round, Plu.2.567c, Luc.Tox.20, Gal.7.707; ὑπὸ πρῴρης περιέζεεν ὕδωρ Orph.A.1253: poet. περιεργ-ζείω AP9.632, Q.S.13.150.
b metaph., π. τῷ θυμὧ Eun.VSp.463 B.
German (Pape)
[Seite 576] rings umher sieden, Luc. Tox. 20.
French (Bailly abrégé)
bouillir ou bouillonner autour.
Étymologie: περί, ζέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ζέω rondom koken.
Russian (Dvoretsky)
περιζέω: кипеть кругом, клокотать Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
περιζέω: βράζω ὁλόγυρα, Πλούτ. 567C, Λουκ. Τόξ. 20, κτλ.· ποιητ. -ζείω, Ἀνθ. Π. 9. 632. ΙΙ. μεταβ., π. ἔρια ὄξει Γαλην. 14. 404.
Greek Monolingual
Α
βράζω, κοχλάζω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ζέω «βράζω»].
Greek Monotonic
περιζέω: βράζω γύρω-γύρω, σε Λουκ.· ποιητ. -ζείω, σε Ανθ.