περινεύω
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
A bend forward and look round timidly. App.BC4.46.
II incline first to one side then to the other, sway, Arist.Phgn.808a15; of a chariot, = ἀμφαξονέω, Phryn.PSp.40 B.
2 of lands, slope, incline, ἐπὶ τὸν Νότον Str.8.4.1; παρὰ τὴν ἑσπέραν Id.4.1.6; πρὸς τὴν Ἰταλίαν Id.7.1.5; καθὰ ἡ φύσις π. IG5(1).1431.35 (Messene, i A.D.).
3 project, Apollod.Poliorc.166.11,al.
4 περινενευκὼς σφυγμός perhaps compressible pulse, Archig. ap. Gal.8.479, 9.86.
German (Pape)
[Seite 583] umschlagen, bes. von der Wagschale, sich auf die eine Seite neigen, übh. sich neigen, Μεσσηνία περινεύουσα ἐπὶ τὸν νότον, Strab. 8, 4, 1. Bei App. B. C. 4, 46 ist περινεύοντες ἐκ τοῦ λόφου = mit vorgebeugtem Leibe, schüchtern um sich sehen.
Russian (Dvoretsky)
περινεύω: склоняться то в одну, то в другую сторону Arst.
Greek (Liddell-Scott)
περινεύω: κύπτω ἔκ τινος μέρους καὶ περιβλέπω μετὰ φόβου, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 46.
ΙΙ. κλίνω ὁτὲ μὲν πρὸς τὸ ἓν μέρος ὁτὲ δὲ πρὸς τὸ ἕτερον, καὶ βαδίσεις διτταί, ἡ μὲν περινεύοντος ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφὺν Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 9· ἐπὶ ἅμάξης, «ἀμφαξονᾶν»: περινεύειν εἰς θάτερον μέρος, ὅπερ ἔστιν ἰδεῖν ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν τῶν κλινομένων εἰς θάτερον μέρος Δ. Β. 23. 30. 2. ἐπὶ χωρῶν, τόπων, ἔχω κλίσιν, εἶμαι κατωφερής, ἐπὶ τὸν Νότον Στράβ. 358, πρβλ. 181. 292.
Greek Monolingual
Α
1. σκύβω από ένα μέρος και κοιτάζω γύρω γύρω με φόβο
2. γέρνω μια από το ένα μέρος μια από το άλλο
3. (για τόπο) έχω κλίση προς τα κάτω, είμαι κατωφερής
(«ἡ δὲ Μεσσηνία περινεύουσα τὸ πλέον ἐπὶ τὸν νότον», Στρόβ.)
4. προβάλλω
5. φρ. «περινενευκὼς σφυγμός» — ο συγκεκομμένος σφυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νεύω «γνέφω»].