περιουσιάζω

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιουσιάζω Medium diacritics: περιουσιάζω Low diacritics: περιουσιάζω Capitals: ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: periousiázō Transliteration B: periousiazō Transliteration C: periousiazo Beta Code: periousia/zw

English (LSJ)

A have more than enough, of persons, Phalar.Ep. 81.2, Heraclit.Ep.8.3: c. dat., abound in a thing, δυναστείᾳ D.H. 6.75, cf. Crantor ap.S.E.M.11.58; τρυφῇ D.S.8.18; to be abundantly supplied, ὑπό τινος Alciphr.2.1:—Med., Corn.ND15, S.E.M. 1.31, Eust.33.12.
2 expend one's means, εἴς τινα Phalar.Ep. 69.2.
3 of an orator, speak at unnecessary length, Corn.Rh.p.396 H.
II ofthings, abound, τὰ ἐν τᾷ πόλει-άζοντα Hippod. ap. Stob. 4.1.94; ὅκα ἐν οἴκῳ καὶ πόλει περιουσιάζῃ whenever there is a surplus, Callicrat.ib.4.28.16.
III Act., enrich, τοὺς ἱππέας App.BC5.9, cf. 75.

German (Pape)

[Seite 585] Überfluß, Vermögen haben, übh. Überfluß haben, an Etwas, τινί, z. B. δυναστείᾳ πόλις, D. Hal. 6, 75, die große Macht hat; u. a. Sp., περιουσιάσαι εἰς τοὺς ἀναγκαίους, seinen Reichtum auf Verwandte verwenden, Phalar. epist.

French (Bailly abrégé)

avoir du superflu ; être dans l'abondance, regorger de, τινι.
Étymologie: περιουσία.

Russian (Dvoretsky)

περιουσιάζω: тж. med. иметь в изобилии, изобиловать (πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

περιουσιάζω: ἔχω πλέον τοῦ ἀναγκαίου, π. τινί, ἔχω ἀφθονίαν πράγματός τινος, π.χ. περιουσιάζει πόλις δυναστείᾳ Διον. Ἁλ. 6. 75, πρβλ. Κράντορα παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 58· ὄκα ἂν περιουσιάζῃ, ὁποτεδήποτε ὑπάρχῃ περίσσευμα, Καλλικράτ. παρὰ Στοβ. 485. 54· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 31, Εὐστ.· - ῥηματ. ἐπίθ. -αστέον, Εὐστ. Πονημάτ. 222. 80. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἄφθονος, Φάλαρ. 4 ἐν τέλ. 2) διαπρέπω, τινὶ Διοδ. Ἀποσπ. 550. 88. 3) δαπανῶ τὴν περιουσίαν μου, εἰς τοὺς ἀναγκαίους, εἰς τοὺς συγγενεῖς μου, εἰς τίνας ἄν τις ἀναγκαιοτέρους εὔξαιτο περιουσιάζειν; Φάλαρ. 105.

Greek Monolingual

ΜΑ
περιουσία
1. έχω περίσσευμα, έχω αφθονία ενός πράγματος
2. (για πράγμ.) υπάρχω σε μεγάλες ποσότητες, αφθονώ
αρχ.
(1. (για ρήτορα) μιλώ χωρίς μέτρο, αναφέρω περιττά πράγματα
2. διαπρέπω σε κάτι.