περισκεπής
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ές, (< σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call. Jov. 11; οἶκοι Moschio Trag. 7.27; metaph, λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr. 10.5 (s.v.l.).
covering or screening all round, πύργοι Call. Del. 23; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. περισκελής) Thphr. HP 7.1.4.
German (Pape)
[Seite 591] ές, 1) ringsum bedeckt, θάμνοις, Callim. Iov. 11. – 2) ringsum bedeckend, beschützend; Callim. Del. 23; D. Per. 245.
Greek (Liddell-Scott)
περισκεπής: -ές, (σκέπας) περικεκαλυμμένος, ὅρος θάμνοισι π. Καλλ. εἰς Δία 11· οἶκοι Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 244. ΙΙ. καλύπτων ἢ ἀποκρύπτων ὁλόγυρα, πύργοι Καλλ. εἰς Δῆλ. 23· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, σκοτεινός, συννεφώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1. 4, ἔνθα ἴδε Schneid.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο σκεπασμένος ολόγυρα, καλυμμένος ολόγυρα, στεγασμένος τελείως («ὄρος θάμνοισι περισκεπές», Καλλ.)
2. αυτός που καλύπτει, που προστατεύει ολόγυρα («πύργοισιν περισκεπέεσιν», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα, σκέπασμα»), πρβλ. επισκεπής].