Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περισσότερον

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

English (Strong)

neuter of περισσότερος (as adverb); in a more superabundant way: more abundantly, a great deal, far more.

Chinese

原文音譯:perissÒteron 胚里所帖朗
詞類次數:形容詞 副詞(4)
原文字根:周圍(超越更多)
字義溯源:越發,多,更,更大,尤其,格外;源自(περισσότερος)=極其多); (περισσότερος)出自(περισσός)=極多的), (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。註:聖經文庫將編號 (περισσότερον) (περισσῶς)合併在編號 (περισσοτέρως)中
出現次數:總共(4);可(1);林前(1);來(2)
譯字彙編
1) 格外(2) 林前15:10; 來6:17;
2) 更(1) 來7:15;
3) 越發(1) 可7:36

French (New Testament)

c. περισσωτέρως