περισσότερον
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (Strong)
neuter of περισσότερος (as adverb); in a more superabundant way: more abundantly, a great deal, far more.
Chinese
原文音譯:perissÒteron 胚里所帖朗
詞類次數:形容詞 副詞(4)
原文字根:周圍(超越更多)
字義溯源:越發,多,更,更大,尤其,格外;源自(περισσότερος)=極其多); (περισσότερος)出自(περισσός)=極多的), (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。註:聖經文庫將編號 (περισσότερον) (περισσῶς)合併在編號 (περισσοτέρως)中
出現次數:總共(4);可(1);林前(1);來(2)
譯字彙編:
1) 格外(2) 林前15:10; 來6:17;
2) 更(1) 來7:15;
3) 越發(1) 可7:36
French (New Testament)
c. περισσωτέρως