στιβάζω
English (LSJ)
A tread upon, ἐστίβακα· πεπάτηκα, Hsch.
2 spread as bedding, Sch.Theoc.7.67 (Pass.).
3 Med., follow the track, track out, Aesar. ap. Stob.1.49.27.
4 ἐστιβασμένος over-dressed, opp. ῥυπαροφόρος, Steph.in Hp.2.251 D.
German (Pape)
[Seite 942] = στείβω, treten, der Spur nachgehen, ausspüren; Archyt. bei Stob. ecl. phys. p. 854 u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβάζω: πατῶ, καταπατῶ, «ἐστίβακα· πεπάτευκα» Ἡσύχ. 2) ἐξαπλώνω ὡς στρωμνὴν ἢ ὑπόστρωμα, ἐν τῷ παθ., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 67. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀκολουθῶ τὰ ἴχνη, ἀνιχνεύω, Ἀρέσας παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 848, 854· ― πρβλ. στιβίζομαι.
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ στίβος
1. πατώ, καταπατώ
2. μέσ. στιβάζομαι
ακολουθώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω («ἴχνια γὰρ ἐν αὐτῷ στιβαζόμενος εὕροιτό τις καὶ μαστευόμενος», Αίσ.).
(II)
ΜΑ στιβάς, -άδος]
1. παθ. στιβάζομαι
εκτείνω, απλώνω ως στρωμνή («ἡ στρωμνὴ ἔσται ἐστιβασμένη ἔστ' ἐπὶ πῆχυν», Σχόλ. Θεόκρ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐστιβασμένος, -η, -ον
αυτός που φορεί πολλά ενδύματα.