πεταυρισμός

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεταυρισμός Medium diacritics: πεταυρισμός Low diacritics: πεταυρισμός Capitals: ΠΕΤΑΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: petaurismós Transliteration B: petaurismos Transliteration C: petavrismos Beta Code: petaurismo/s

English (LSJ)

πετασιστής, πέτασον, later forms for πετευρ- found in Phot., Suid., also as vv.ll. and in Latin derivatives; cf. παίταυρα and πέταυρα, expld. by σίγνα (Lat. signa), Hsch.

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, das Tanze ι auf dem Seile, übh. das Spiel, die Gaukelei der Seiltänzer, Sp.; auch übertr., τῆς τύχης, Plut. an vitiositas ad infelic. suffic. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse sur la corde, voltige.
Étymologie: πέταυρον.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι.

Russian (Dvoretsky)

πεταυρισμός: ὁ досл. хождение по канату, перен. головоломные прыжки (ὁ τῆς τύχης π. Plut.).