ἄλουστος
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
(see also ἄλουτος), ον, unwashed, unwashen, Hdt.2.64, Semon.7.5, E.El.1107, Ar. Av.1554.
Spanish (DGE)
ἄλουτος, ἄλουτον
• Alolema(s): tb. ἄλουστος Gloss.2.83
no lavado, sin lavarse αὐτὴ δ' ἄλουτος ἀπλούτοισ' ἐν εἵμασιν ella sucia y con la ropa sin lavar Semon.8.5, cf. 44.1, ἄλουτος καὶ δυσείματος χρόα E.El.1107, νέκυς E.Fr.786.2, ἕξ ἐτῶν ἄλουτος Ar.Lys.280, cf. 881, Ar.Eq.1061
•c. prep. y gen. ἀλούτους ἀπὸ γυναικῶν sin lavarse después de haber tenido trato con mujeres Hdt.2.64.
Greek Monolingual
και ανάλουστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι
2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λούζω (-ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα- στερητ. + λούζω (-ομαι)].
Translations
unwashed
Danish: uvasket; Dutch: ongewassen; German: ungewaschen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽𐍃; Greek: άλουστος, αλουτράριστος, άλουτρος, αμπανιάριστος, άνιπτος, άνιφτος, άπλυτος; Ancient Greek: ἄγναπτος, ἄλουστος, ἄλουτος, ἀναπόνιπτος, ἄνιπτος, ἄπλυντος, ἄπλυτος, ἄρρυπτος, νήπλυτος, πιναρός, πινηρός; Ingrian: pesemätöin; Manx: neuoonlit, neunieet, neughlen; Norwegian Bokmål: uvasket; Nynorsk: uvaska; Spanish: no lavado, no limpio, sucio