πλευστικός
English (LSJ)
πλευστική, πλευστικόν,
A fit for sailing or favourable for sailing, οὖρος Theoc.13.52. Adv. πλευστικῶς = in a manner suitable for sailing, ἔχειν Arist.Mete.359a10.
II given to seafaring, Vett.Val.18.17.
German (Pape)
[Seite 631] zum Schiffen geschickt, bequem, οὖρος, Theocr. 13, 52. – Adv., Arist. meteor. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à la navigation.
Étymologie: πλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλευστικός -ή -όν [πλέω] geschikt voor de vaart:. πλευστικὸς οὖρος een gunstige wind voor de vaart Theocr. Id. 13.52.
Russian (Dvoretsky)
πλευστικός: благоприятствующий плаванию, попутный (οὖρος Theocr.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. κατάλληλος για πλεύση, ούριος («πλευστικὸς οὖρος», θεόκρ.)
2. αυτός που επιδίδεται στην πλεύση, που ταξιδεύει συχνά.
επίρρ...
πλευστικῶς
με ευνοϊκό άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ- του πλέω (πρβλ. αορ. έ-πλευσ-α, πλεύσ-ις)].
Greek Monotonic
πλευστικός: -ή, -όν, κατάλληλος ή ευνοϊκός προς πλεύση, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πλευστικός: -ή, -όν, κατάλληλος, εὐνοϊκὸς πρὸς πλοῦν, οὖρος Θεόκρ. 13. 52. ― Ἐπίρρ., πλευστικῶς ἔχειν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3. 34.
Middle Liddell
πλευστικός, ή, όν
fit or favourable for sailing, Theocr.