πλευστικός

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of moneymoney it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλευστικός Medium diacritics: πλευστικός Low diacritics: πλευστικός Capitals: ΠΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pleustikós Transliteration B: pleustikos Transliteration C: plefstikos Beta Code: pleustiko/s

English (LSJ)

πλευστική, πλευστικόν,
A fit for sailing or favourable for sailing, οὖρος Theoc.13.52. Adv. πλευστικῶς = in a manner suitable for sailing, ἔχειν Arist.Mete.359a10.
II given to seafaring, Vett.Val.18.17.

German (Pape)

[Seite 631] zum Schiffen geschickt, bequem, οὖρος, Theocr. 13, 52. – Adv., Arist. meteor. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à la navigation.
Étymologie: πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλευστικός -ή -όν [πλέω] geschikt voor de vaart:. πλευστικὸς οὖρος een gunstige wind voor de vaart Theocr. Id. 13.52.

Russian (Dvoretsky)

πλευστικός: благоприятствующий плаванию, попутный (οὖρος Theocr.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. κατάλληλος για πλεύση, ούριος («πλευστικὸς οὖρος», θεόκρ.)
2. αυτός που επιδίδεται στην πλεύση, που ταξιδεύει συχνά.
επίρρ...
πλευστικῶς
με ευνοϊκό άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ- του πλέω (πρβλ. αορ. έ-πλευσ-α, πλεύσ-ις)].

Greek Monotonic

πλευστικός: -ή, -όν, κατάλληλος ή ευνοϊκός προς πλεύση, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλευστικός: -ή, -όν, κατάλληλος, εὐνοϊκὸς πρὸς πλοῦν, οὖρος Θεόκρ. 13. 52. ― Ἐπίρρ., πλευστικῶς ἔχειν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3. 34.

Middle Liddell

πλευστικός, ή, όν
fit or favourable for sailing, Theocr.