πνευστικός
From LSJ
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
English (LSJ)
πνευστική, πνευστικόν,
A of or for breathing, ὄργανον Gal.4.506.
2 flatulent, v.l. in Diph.Siph. ap. Ath.2.69e (Comp.).
German (Pape)
[Seite 640] zum Blasen, Athmen gehörig, blähend, Ath. II, 69 e aus Diphil., im compar.
Greek (Liddell-Scott)
πνευστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀναπνοήν, ὁ πνεύμων ἐστὶ πνευστικὸν ὄργανον Γαλην. τ. 4, σ. 505, 12. 2) παράγων ἀέρια, «φουσκώνων», Δίφιλος παρ’ Ἀθην. 69.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πνευστός
1. ο σχετικός με την αναπνοή, ο αναπνευστικός («ὁ πνεύμων ἐστὶ πνευστικὸν ὄργανον», Γαλ.)
2. αυτός που παράγει αέρια, που επιφέρει φούσκωμα.