ποδοψόφος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδοψόφος Medium diacritics: ποδοψόφος Low diacritics: ποδοψόφος Capitals: ΠΟΔΟΨΟΦΟΣ
Transliteration A: podopsóphos Transliteration B: podopsophos Transliteration C: podopsofos Beta Code: podoyo/fos

English (LSJ)

ποδοψόφον, making a noise with the foot or feet, ib.

German (Pape)

[Seite 643] mit den Füßen Geräusch machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποδοψόφος: -ον, ὁ διὰ τῶν ποδῶν ψοφῶν, παράγων κρότον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Α
το αρσ. ως ουσ. ο ποδοψόφος
αυτός ο οποίος κρατούσε το ρυθμό στους αυλητές με παπούτσι που είχε στο κάτω μέρος δεμένη μια μεταλλική πλάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ψόφος «ήχος, θόρυβος» (πρβλ. μεγαλόψοφος)].