πολυγραφία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, writing much, D.L.10.26, dub. in Phld.Rh.1.143S.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, Vielschreiberei, D. L. 10, 26.
Russian (Dvoretsky)
πολυγρᾰφία: ἡ обширная или плодотворная писательская деятельность Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγρᾰφία: ἡ, τὸ γράφειν πολλά, Διογ. Λ. 10. 26.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολυγράφος
το να γράφει κανείς πολλά.