πολυπρόβατος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
πολυπρόβατον, rich in sheep or rich in cattle, Φρύγες Hdt.5.49 (Sup.), cf.X.Vect.5.3.
German (Pape)
[Seite 670] reich an Schaafen, Heerden oder Zuchtvieh; Schol. Il. 2, 705; Φρύγες πολυπροβατώτατοι, Her. 5, 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche en moutons, en troupeaux;
Sp. πολυπροβατώτατος.
Étymologie: πολύς, πρόβατον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπρόβατος -ον [πολύς, πρόβατον] rijk aan schapen.
Russian (Dvoretsky)
πολυπρόβᾰτος: богатый овцами (Φρύγες Her.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πρόβατον (πρβλ. καλλιπρόβατος)].
Greek Monotonic
πολυπρόβᾰτος: -ον (πρόβατον), πλούσιος σε πρόβατα ή βοοειδή, πολυπροβατώτατοις, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρόβᾰτος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς πρόβατα ἢ κτήνη, Φρύγες πολυπροβατώτατοι Ἡρόδ. 5. 49, πρβλ. Ξεν. Πόροι 5. 3.
Middle Liddell
πολυ-πρόβᾰτος, ον, πρόβατον
rich in sheep or cattle, πολυπροβατωτάτοις Hdt.