πολυπρόβατος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπρόβᾰτος Medium diacritics: πολυπρόβατος Low diacritics: πολυπρόβατος Capitals: ΠΟΛΥΠΡΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: polypróbatos Transliteration B: polyprobatos Transliteration C: polyprovatos Beta Code: polupro/batos

English (LSJ)

πολυπρόβατον, rich in sheep or rich in cattle, Φρύγες Hdt.5.49 (Sup.), cf.X.Vect.5.3.

German (Pape)

[Seite 670] reich an Schaafen, Heerden oder Zuchtvieh; Schol. Il. 2, 705; Φρύγες πολυπροβατώτατοι, Her. 5, 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
riche en moutons, en troupeaux;
Sp. πολυπροβατώτατος.
Étymologie: πολύς, πρόβατον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπρόβατος -ον [πολύς, πρόβατον] rijk aan schapen.

Russian (Dvoretsky)

πολυπρόβᾰτος: богатый овцами (Φρύγες Her.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πρόβατον (πρβλ. καλλιπρόβατος)].

Greek Monotonic

πολυπρόβᾰτος: -ον (πρόβατον), πλούσιος σε πρόβατα ή βοοειδή, πολυπροβατώτατοις, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπρόβᾰτος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς πρόβατα ἢ κτήνη, Φρύγες πολυπροβατώτατοι Ἡρόδ. 5. 49, πρβλ. Ξεν. Πόροι 5. 3.

Middle Liddell

πολυ-πρόβᾰτος, ον, πρόβατον
rich in sheep or cattle, πολυπροβατωτάτοις Hdt.