πολυπόταμος

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπότᾰμος Medium diacritics: πολυπόταμος Low diacritics: πολυπόταμος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: polypótamos Transliteration B: polypotamos Transliteration C: polypotamos Beta Code: polupo/tamos

English (LSJ)

πολυπόταμον, with many or large rivers, E.HF410 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 669] mit vielen Flüssen, Μαιῶτις, Eur. Herc. F. 409.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux fleuves.
Étymologie: πολύς, ποταμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπότᾰμος -ον [πολύς, ποταμός] met veel rivieren.

Russian (Dvoretsky)

πολυπότᾰμος: принимающий в себя много рек (Μαιῶτις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπότᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἢ μεγάλους ποταμούς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 409.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυπόταμος, -ον ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς ποταμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποταμός (πρβλ. ξηροπόταμος)].

Greek Monotonic

πολῠπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα ποτάμια, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολῠ-πότᾰμος, ον,
with many or large rivers, Eur.