πολύδηρις
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ὁ, ἡ, = πολυδήριτος (much-contested), ἔλεγχος Parm. 1.36.
German (Pape)
[Seite 662] ὁ, ἡ, = πολυδήριτος, viel bestritten, Parmenid. bei D. L. 9, 22.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδηρις -ιος [πολύς, δῆρις] zeer omstreden.
Russian (Dvoretsky)
πολύδηρις: ιος adj. вызывающий много споров, сильно оспариваемый (ἔλεγχος Parmenides ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύδηρις: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Παρμενίδ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 22.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
πολυδήριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δῆρις «μάχη» (πρβλ. δύσδηρις)].