πολύδρομος

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδρομος Medium diacritics: πολύδρομος Low diacritics: πολύδρομος Capitals: ΠΟΛΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: polýdromos Transliteration B: polydromos Transliteration C: polydromos Beta Code: polu/dromos

English (LSJ)

πολύδρομον, much-wandering or rapid, φυγά A.Supp.737 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 662] viel oder weit herumlaufend, φυγά, Aesch. Suppl. 718.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court de tous côtés.
Étymologie: πολύς, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδρομος -ον [πολύς, δραμεῖν] met veel geloop.

Russian (Dvoretsky)

πολύδρομος: направляющийся по многим путям, скитальческий (φυγή Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύδρομος: -ον, ὁ πολὺ δρομαῖος, ὁρμητικὸς ἢ πολυπλάνητος, φυγὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 737.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τρέχει, δρομαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δρόμος (πρβλ. τανύδρομος)].