πραΰγελως
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
Ion. πρηΰγελως [ῠ], ὁ, ἡ, softly-smiling, Licymn.4, AP9.229 (Marc.Arg.); Ζέφυρος ib.10.4 (Id.).
German (Pape)
[Seite 696] ὁ, ἡ, sanftlächelnd, Licymn. b. S. Emp. adv. eth. 49; vgl. die ion. Form πρηΰγελως.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
au doux sourire.
Étymologie: πραΰς, γέλως.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱΰγελως: ион. πρηΰγελως, ωτος adj. ласково улыбающийся Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱΰγελως: Ἰων. πρηΰγ-, ὁ, ἡ, ὁ πράως γελῶν ἢ μειδιῶν, Λικύμνιος 4, Ἀνθ. Π. 9. 229., 10. 4.
Greek Monolingual
ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α
αυτός που γελά με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή του επιθ. πρᾶος + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσίγελως)].
Greek Monotonic
πρᾱΰγελως: Ιων. πρηΰγ-, ὁ, ἡ, αυτός που χαμογελά αμυδρά, μειδιά, σε Ανθ.