πρινίδιον
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
[νὶ], τό, Dim. of πρῖνος, Ar.Av.615 (anap.), Ael.VH5.17.
German (Pape)
[Seite 702] τό, dim. von πρῖνος; Ar. Av. 615; Ael. V. H. 5, 17.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρινίδιον -ου, τό, demin. van πρῖνος, steeneikje.
Russian (Dvoretsky)
πρῑνίδιον: (ῐδ) τό каменный дубок Arph.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. του πρίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σανίδιον)].
Greek Monotonic
πρῑνίδιον: [νῐ], τό, υποκορ. του πρῖνος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πρῑνίδιον: [νῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πρῖνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 615· παρὰ Βυζαντίνοις πρινάριον, ὡς καὶ νῦν, Θεοφυλάκτ. Ἱεροδιακ. Ὁμιλ. 8, σ. 141.
Middle Liddell
πρῑνῐ́διον, ου, τό, [Dim. of πρῖνος, Ar.]