προβατευτικός
English (LSJ)
προβατευτική, προβατευτικόν, of or for cattle, κύων sheep-dog, Philostr.VA6.43, Longus 3.7: ἡ π. τέχνη the art of breeding or keeping sheep, X.Oec.5.3, cf. Poll.7.184.
German (Pape)
[Seite 710] zur Viehzucht gehörig; κύων, Schäferhund, Long. 3, 7; ἡ προβατευτική, die Viehzucht, Xen. Oec. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le soin des brebis ; ἡ προβατευτική (τέχνη) XÉN art d'élever ou de garder les brebis.
Étymologie: προβατεύω.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατα, κύων προβατευτικὸς Φιλόστρ. 278, Λόγγος 3. 7· ― ἡ προβατευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ τρέφειν ἢ διατηρεῖν πρόβατα, Λατ. pecuaria, Ξεν. Οἰκ. 5, 3, Πολυδ. Ζ΄ 184.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προβατεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα
2. φρ. α) «κύων προβατευτικός» — τσοπανόσκυλο
β) «προβατευτική τέχνη» — η τέχνη της εκτροφής και της συντήρησης προβάτων.
Greek Monotonic
προβᾰτευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα βοοειδή· ἡ-κή (ενν. τέχνη), η τέχνη εκτροφής ή συντήρησης προβάτων, Λατ. pecuaria, σε Ξεν.
Middle Liddell
προβᾰτευτικός, ή, όν
of or for cattle:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of breeding or keeping sheep, Lat. pecuaria, Xen. [from προβᾰτεύω]