προεκχέω
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
pour out before, Luc. Pseudol.4:—Pass., Sor.1.57.
German (Pape)
[Seite 719] (s. χέω), vorher ausgießen, Luc. pseudol. 4.
French (Bailly abrégé)
ao. προεξέχεα, etc.
verser ou répandre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκχέω.
Russian (Dvoretsky)
προεκχέω: досл. раньше разливать, перен. распространять Luc.
Greek (Liddell-Scott)
προεκχέω: ἐκχέω πρότερον, Λουκ. Ψευδολογ. 4.
Greek Monolingual
Α
ξεστομίζω, λέω προηγουμένως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκχέω «χύνω προς τα έξω, ξεστομίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκχέω voortijdig uitgieten.