προεξαΐσσω
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
Att. προεξᾴσσω, dart out before, as out of the ranks in battle, Hdt.9.62; προεξᾴξαντες Th.8.25.
German (Pape)
[Seite 720] att. -ᾴττω, vorher herausspringen, -stürmen, z. B. aus der Schlachtordnung, Her. 9, 62; προεξᾴξαντες Thuc. 8, 25.
French (Bailly abrégé)
s'élancer auparavant ou le premier.
Étymologie: πρό, ἐξαΐσσω.
Russian (Dvoretsky)
προεξᾱΐσσω: атт. προεξᾴσσω устремляться вперед (προεξαΐσσοντες ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Σπαρτιήτας Her.): κέρᾳ προεξᾴξαντες Thuc. начав наступление флангом.
Greek (Liddell-Scott)
προεξαΐσσω: Ἀττικ. -ᾴσσω, μέλλ. -ξω, ἐκπηδῶ πρότερον, οἷον ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ ἐν ὥρᾳ μάχης, Ἡρόδ. 9. 62· ἀόρ. προεξᾴξαντες ἐκ διορθώσεως παρὰ Θουκ. 8. 25, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα προεξάξαντες (ἐκ τοῦ προεξάγω).
Greek Monolingual
και αττ. τ. προεξᾴσσω Α
πηδώ έξω, εξορμώ πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξαΐσσω / ἐξᾴσσω «πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός»].
Greek Monotonic
προεξαΐσσω: Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, πηδώ έξω από πριν, έξω από τις τάξεις του στρατού σε ώρα μάχης, σε Ηρόδ.· μτχ. αορ. αʹ προεξᾴξαντες, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξαΐσσω en προ-εξᾴσσω als eerste naar voren stormen.