προλειαίνω
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
ΝΑ, και προλεαίνω Α
1. κάνω κάτι λείο προηγουμένως
2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ
νεοελλ.
μτφ. προετοιμάζω, δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες («η συνάντηση αυτή προλείανε το έδαφος για μια περαιτέρω συμφωνία»).