προσανάκειμαι

From LSJ

ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη → Tell me, Muse, about the man of many turns, who many ways wandered (Cook translation of Odyssey 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάκειμαι Medium diacritics: προσανάκειμαι Low diacritics: προσανάκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prosanákeimai Transliteration B: prosanakeimai Transliteration C: prosanakeimai Beta Code: prosana/keimai

English (LSJ)

Pass.,
A lie hard by, Sch.Il.15.740.
II to be wholly given up or devoted to, κυνηγεσίαις Plu.2.314b.

German (Pape)

[Seite 749] (s. κεῖμαι), Einem ganz ergeben sein, τινί, Sp., z. B. κυνηγεσίαις Plut. Parallel. 34.

French (Bailly abrégé)

se consacrer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνάκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

προσανάκειμαι: быть целиком преданным, целиком отдаваться (κυνηγεσίαις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσανάκειμαι: ἀνάκειμαι πολὺ πλησίον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 740, κτλ. ΙΙ. εἶμαι ὅλως παραδεδομένος ἢ ἀφωσιωμένος εἰς..., κυνηγεσίαις Πλούτ. 2. 314Α· Ἀρείῳ Φωτ. Βιβλ. 93. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. είμαι ξαπλωμένος στο ανάκλιντρο πολύ κοντά σε κάποιον άλλο
2. είμαι πλήρως αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνάκειμαι «είμαι αφιερωμένος, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].