προσαναπίπτω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
recline by or with others at meals, Plb.30.26.6 (ap.D.S.31.16).
German (Pape)
[Seite 749] (s. πίπτω), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem προσκαθίζω entsprechend.
Russian (Dvoretsky)
προσαναπίπτω: опускаться рядом (на застольное ложе) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναπίπτω: ἀνακλίνομαι πλησίον ἄλλων ἢ μετ’ ἄλλων (ἐν συμποσίῳ) Πολύβ. 31. 4, 6.
Greek Monolingual
Α
1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι
2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»].