προσεκλύω
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
relax or weaken the more, Plu.2.143d; f.l. for προς ελκύσαντα in J.AJ 15.7.1.
German (Pape)
[Seite 758] (s. λύω), noch dazu aus-, auflösen, entkräften, στόμαχον, Ath. II, 45 d.
French (Bailly abrégé)
relâcher ou énerver encore plus, acc..
Étymologie: πρός, ἐκλύω.
Russian (Dvoretsky)
προσεκλύω: сверх того расслаблять (τινά, sc. τῇ μουσικῇ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεκλύω: ἐκλύω, χαλαρώνω, ἐξασθενῶ περισσότερον, Πλούτ. 2. 143C.
Greek Monolingual
Α
εξασθενώ, χαλαρώνω ακόμη περισσότερο («μὴ προσεκλύειν τὸν στόμαχον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκλύω «λύνω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].