προσεκλύω
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
relax or weaken the more, Plu.2.143d; f.l. for προς ελκύσαντα in J.AJ 15.7.1.
German (Pape)
[Seite 758] (s. λύω), noch dazu aus-, auflösen, entkräften, στόμαχον, Ath. II, 45 d.
French (Bailly abrégé)
relâcher ou énerver encore plus, acc..
Étymologie: πρός, ἐκλύω.
Russian (Dvoretsky)
προσεκλύω: сверх того расслаблять (τινά, sc. τῇ μουσικῇ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεκλύω: ἐκλύω, χαλαρώνω, ἐξασθενῶ περισσότερον, Πλούτ. 2. 143C.
Greek Monolingual
Α
εξασθενώ, χαλαρώνω ακόμη περισσότερο («μὴ προσεκλύειν τὸν στόμαχον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκλύω «λύνω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].