προσεταιριστός
English (LSJ)
προσεταιριστόν, joined with as a companion, attached to the same ἑταιρεία or club, ὁπλῖται Th.8.100: as substantive, D.C.42.51.
German (Pape)
[Seite 763] als Freund, Gehülfe zugesellt; ὁπλίτης, ein Krieger, der aus Freundschaft freiwillig mitzieht, Thuc. 8, 100; vgl. D. Cass. 42, 51.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσεταιριστός -όν [προσεταιρίζομαι] door partijbanden geassocieerd:. προσεταιριστοὺς ὁπλίτας = hoplieten uit de eigen partij Thuc. 8.100.3.
Russian (Dvoretsky)
προσεταιριστός: присоединившийся вследствие дружеских чувств, т. е. как доброволец (ὁπλίτης Thuc.).
Greek Monolingual
-ον, Α προσεταιρίζομαι
1. αυτός που συμμετέχει σε ομάδα ως εταίρος, ως σύντροφος, ο εθελοντής («προσεταιριστοὺς ὁπλίτας», Θουκ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσεταιριστός
ο εταίρος, ο σύντροφος («τῶν προσεταιριστῶν καὶ συναγωνιστῶν», Δίων. Κάσσ.).
Greek Monotonic
προσεταιριστός: -όν, συνδεδεμένος με κάποιον ως παρέα, προσκολλημένος στην ίδια ἑταιρείαν ή ομάδα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεταιριστός: -όν, ὁ ὡς σύντροφος συνδεδεμένος μετά τινος, ὁ εἰς τὴν αὐτὴν ἑταιρείαν, ἢ εἰς τὸν αὐτὸν σύλλογον ἀνήκων, ὁπλίτης Θουκ. 8. 100· ὡς οὐσιαστ., Δίων Κ. 42. 51.
Middle Liddell
προσεταιριστός, όν [from προσεταιρίζομαι
joined with as a companion, attached to the same ἑταιρεία or club, Thuc.