προσζημιόω
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
punish besides, Isoc.1.33; φυγῇ τινα Pl.Grg. 516d.
German (Pape)
[Seite 764] noch dazu Schaden zufügen, noch dazu bestrafen, τινά τινι, z. B. φυγῇ, Plat. Gorg. 146 d; Isocr. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
προσζημιῶ :
punir en outre ou encore.
Étymologie: πρός, ζημιόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ζημιόω bovendien bestraffen.
Russian (Dvoretsky)
προσζημιόω: сверх того наказывать, карать (τινα φυγῇ Plat.).
Greek Monotonic
προσζημιόω: μέλ. -ώσω, τιμωρώ επιπλέον, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσζημιόω: ζημιῶ, τιμωρῶ προσέτι, Ἰσοκρ. 9Β· φυγῇ τινα Πλάτ. Γοργ. 516D.