προστέρπω
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
Ep. ποτιτέρπω, delight or please besides, Il.15.401.
German (Pape)
[Seite 782] (s. τέρπω), dor. ποτιτέρπω, dazu, dabei ergötzen, σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω, Il. 15, 401.
French (Bailly abrégé)
réjouir, charmer.
Étymologie: πρός, τέρπω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτιτέρπω Α
τέρπω, ευχαριστώ κάποιον περισσότερο («ἀλλὰ σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + τέρπω.
Greek Monotonic
προστέρπω: Δωρ. ποτι-τέρπω, μέλ. -ψω, τέρπω ή ευχαριστώ επιπλέον, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
προστέρπω: дор. ποτιτέρπω (только 3 л. sing. imper. ποτιτερπέτω) услаждать, тешить (τινά Hom.).