προσυβρίζω
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
maltreat besides, D.21.32, J.AJ12.4.5:—Pass., D. 54.40, J.AJ6.13.7, D.C.69.3.
German (Pape)
[Seite 784] noch dazu, noch mehr beschimpfen, mißhandeln; τοὺς νόμους, Dem. 21, 32; προσυβρισθῆναι, 54, 40.
French (Bailly abrégé)
outrager en outre ou encore plus.
Étymologie: πρός, ὑβρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-υβρίζω ook nog mishandelen.
Russian (Dvoretsky)
προσυβρίζω: сверх того или еще более оскорблять (τοὺς νόμους Dem.).
Greek Monolingual
Α ὑβρίζω
υβρίζω, προσβάλλω κάποιον ή κάτι περισσότερο («τοὺς νόμους ἤδη ὁ τοῦτο ποιῶν προσυβρίζει», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
προσυβρίζω: μέλ. -σω, κακομεταχειρίζομαι παραπάνω, προσβάλλω, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προσυβρίζω: καθυβρίζω, προσβάλλω, Δημ. 524. 24., 1269, 23, κτλ.