προσφθείρομαι

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφθείρομαι Medium diacritics: προσφθείρομαι Low diacritics: προσφθείρομαι Capitals: ΠΡΟΣΦΘΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: prosphtheíromai Transliteration B: prosphtheiromai Transliteration C: prosftheiromai Beta Code: prosfqei/romai

English (LSJ)

meet to one's own or another's hurt, meet in an evil hour, ἤν σοι λοιδορῆται προσφθαρείς if he, curse him, meet and insult you, Ar.Ec.248; θεούσῃ νηῒ προσφθαρείς mischievously meeting a ship in full course, Ael.NA2.17; θηρίῳ (of a person) προσέφθαρσαι Alciphr.1.32, cf. 34; also, make an acquaintance in an evil hour, Plu. 2.482b:—dub. sens. in POxy.1100.20 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 786] pass., zu seinem Schaden oder Verderben hin-, hinzugehen; ἤν σοι λοιδορῆται προσφθαρείς, Ar. Eccl. 248, wenn er dich lästerte und zu deinem Unglück auf dich stieße; u. Sp., θεούσῃ νηῒ προσφθαρείς, Ael. H. A. 2, 17; auch γυναικί, πόρνῃ προσφθείρεσθαι, sich zu seinem Unglück an eine Frau u. s. w. hängen, Alciphr. 1, 32. 34.

French (Bailly abrégé)

s'attacher ou être attaché pour sa perte à, τινι.
Étymologie: πρός, φθείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-φθείρομαι te gronde gaan; idiom. als ptc.. ἤν... σοι λοιδορῆται προσφθαρείς als hij jou --naar de hel met hem!-- uitscheldt Aristoph. Eccl. 248.

Russian (Dvoretsky)

προσφθείρομαι: рисковать жизнью, попадать в беду Plut.: ἤν σοι λοιδορῆται προσφθαρεῖς Arph. если он, на свою беду, станет тебя оскорблять.

Greek (Liddell-Scott)

προσφθείρομαι: Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι, προσέτι, Πλούτ. 2. 482Β· - πορεύομαι εἰς ὄλεθρον, ἔρχομαι εἰς κακὴν ὥραν, ἤν σοι λοιδορῆται προσφθαρείς, ἐὰν εἶναί τις τόσον ἀτυχὴς ὥστε νὰ σὲ συναντήσῃ καὶ σὲ ὑβρίσῃ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 248· θεούσῃ νηὶ προσφθαρείς, συναντήσας πλοῖον ταχέως πλέον, καὶ καταστραφείς, Αἰλ. π. Ζ. 2. 17· οὕτω, γυναικὶ ἢ πόρνῃ προσφθαρῆναι Ἀλκίφρων 1. 32, 34· ἴδε φθείρω ΙΙ.

Greek Monolingual

Α
1. συναντώ κάποιον σε κακή στιγμή («θεούσῃ νηΐ προσφθαρείς», Αιλ.)
2. κάνω γνωριμία με κάποιον σε κακή περίσταση («ἀλλοτρίων ἐκ πότου τινὸς προσφθαρέντων», Πλούτ.)
3. (σπαν. το ενεργ.) προσφθείρω
μολύνω, μιαίνω.