πρόσδοσις
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A additional donation, PSI9.904.2 (i A.D.), Mitteis Chr. 199.16 (iii A.D.).
2 f.l. for παράδοσις in Hierocl.p.63A.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσδοσις: -εως, ἡ, πρόσθετος δόσις, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 33.
Greek Monolingual
-όσεως, ἡ, Α προσδίδωμι
πρόσθετη δόση, προσθήκη.