πρόφρασσα
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
Ep. fem. of πρόφρων, kindly, gracious, or, having forethought, Il.10.290, Od.5.161, al. (Formed from πρόφρων on analogy of ἑκών· ἕκασσα.)
German (Pape)
[Seite 798] ἡ, eigenes episches fem. zu πρόφρων, geneigt, gewogen; ὅτε οἱ πρόφρασσα παρέστης, von der Göttinn, Il. 10, 290, vgl. Od. 5, 161. 10, 386. 13, 391; Andere erkl. vorbedacht, bedachtsam, s. πρόφρων. Von φράζω abzuleiten. Vgl. Lob. Phryn. 523.
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
c. πρόφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόφρασσα f. van πρόφρων.
Russian (Dvoretsky)
πρόφρασσα: эп. f к πρόφρων.
English (Autenrieth)
fem. of πρόφρων: cheerful(ly), serious(ly), in earnest, Od. 10.386.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. πρόφρων.
Greek Monotonic
πρόφρασσα: Επικ. θηλ. του πρόφρων, καλοσυνάτη, ευχάριστη, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόφρασσα: Ἐπικ. θηλ., = πρόφρων, εὐμενής, Ἰλ. Κ. 290, Ὀδ. Ε. 161, κ. ἀλλ.· - ἕτεροι ἀναφέροντες τὴν λέξιν ἀμέσως εἰς τὸ φράζομαι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὴν προδιανοηθεῖσαν πρὶν προκληθῇ, αὐτεπάγγελτον ἢ πρόθυμον.