πυκνοκίνδυνος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
πυκνοκίνδυνον, ever in dangers, v.l. for μικροκίνδυνος in Arist.EN1124b7.
German (Pape)
[Seite 815] sich häufig in Gefahr begebend, Arist. eth. 4, 3, zw.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'expose fréquemment au danger.
Étymologie: πυκνός, κίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
πυκνοκίνδῡνος: часто подвергающийся опасности (Arst. - v.l. μεγαλοκίνδυνος).
Greek (Liddell-Scott)
πυκνοκίνδῡνος: -ον, ὁ πυκνὰ ῥιψοκινδυνεύων διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 23.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ριψοκινδυνεύει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + κίνδυνος.