πωμαρίτισσα
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek Monolingual
πωμαρίτης, ὁ, θηλ. πωμαρίτισσα, Α
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωμάριον «κήπος, περιβόλι» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης)].