πᾶγος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ὁ, = Lat. pagus, district, Plu.Num.16, PGen.54.33 (iv A. D.), etc. πᾱγός, v. πηγός. παγούαιρ· μάρμαρος ἢ μικακύς, Hsch.
Greek Monolingual
παγός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηγός.
Greek Monotonic
πᾶγος: ὁ, Λατ. pagus, διαμέρισμα, διοικητική διαίρεση, επαρχία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πᾶγος: ὁ (лат. pagus) сельская община, область (у римлян) Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πᾶγος -ου, ὁ [Lat. pagus] district. Plut. Num. 16.6.