ριζόβραχο

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

και ριζοβράχι, το, Ν
1. βράχος που προεξέχει από τη θάλασσα
2. τα ριζά ενός βουνού.