εωσφόρος
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἑωσφόρος και δωρ. τ. ἀωσφόρος)
1. αυτός που φέρνει, που προαναγγέλλει την αυγή
2. ως κύρ. όν. ο Εωσφόρος
α) ο πλανήτης Αφροδίτη, όταν ανατέλλει, το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός, σε αντιδιαστολή προς τον Έσπερο ή Αποσπερίτη, που είναι ο ίδιος πλανήτης κατά τη δύση του
β) ο αρχηγός τών αγγέλων που εξέπεσαν, τών δαιμόνων, ο σατανάς, ο Βεελζεβούλ
νεοελλ.
συνεκδ. ο υπερβολικά υπερήφανος, ο αλαζόνας
μσν.
αυτός που έχει σατανική πονηρία
αρχ.
(για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) ο πρόδρομος, ο προάγγελος του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) «αυγή» + -φορος (< φέρω). Εωσφόρος στη χριστιανική θρησκεία είναι το όνομα του διαβόλου, όχι βέβαια γιατί φέρει την αυγή, αλλά γιατί δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο «εκπεπτωκώς άγγελος» προ της πτώσεώς του].