στάθμα
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (Slater)
στάθμα (-ας, -ᾳ, -αν.)
a finishing line met. καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.7)
b measuring line met. στάθμας δέ τινος (τινες coni. Sheppard) ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ (P. 2.90)
c rule met. πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (I. 9.4) τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα ( to the standard of what is due to a father, Gildersleeve) (P. 6.45)
Russian (Dvoretsky)
στάθμᾱ: ἡ дор. = στάθμη.