στενόρρινος
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek (Liddell-Scott)
στενόρρῑνος: -ον, (ῥὶς) ὁ ἔχων στενὴν ῥῖνα, λεπτήν, Θεόφ. Πρωτοσπ. σελ. 149.
Greek Monolingual
-η, -ο / στενόρρινος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει στενή μύτη
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι στενόρρινοι
ζωολ. άλλη ονομασία τών κατάρρινων πιθήκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. οξύρρινος].