στενόρρινος

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek (Liddell-Scott)

στενόρρῑνος: -ον, (ῥὶς) ὁ ἔχων στενὴν ῥῖνα, λεπτήν, Θεόφ. Πρωτοσπ. σελ. 149.

Greek Monolingual

-η, -ο / στενόρρινος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει στενή μύτη
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι στενόρρινοι
ζωολ. άλλη ονομασία τών κατάρρινων πιθήκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. οξύρρινος].

German (Pape)

[ῑ], mit schmaler, dünner Nase, Sp.