στόχαση

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

η / στόχασις, -άσεως ΝΑ στοχάζομαι
νεοελλ.
1. σκέψη, νους («δεν ήρθε στη στόχασή μου)
2. περίσκεψη, φρόνηση («μιλάει χωρίς στόχαση»)
αρχ.
1. το να σημαδεύει κανείς κάτι, σκόπευση
2. (κατ' επεκτ.) πρόθεση, επιδίωξη
3. εικασία, δοξασία.