τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one
η / στόχασις, -άσεως ΝΑ στοχάζομαινεοελλ.1. σκέψη, νους («δεν ήρθε στη στόχασή μου)2. περίσκεψη, φρόνηση («μιλάει χωρίς στόχαση»)αρχ.1. το να σημαδεύει κανείς κάτι, σκόπευση2. (κατ' επεκτ.) πρόθεση, επιδίωξη3. εικασία, δοξασία.