συμμοχθέω
From LSJ
English (LSJ)
share in toil with, τινι E.IT690.
German (Pape)
[Seite 983] mit oder zugleich Arbeit, Mühe haben, εἴ σε συμμοχθοῦντ' ἐμοὶ κτενῶ, Eur. I. T. 690.
French (Bailly abrégé)
συμμοχθῶ :
partager la fatigue ou la peine de, τινι.
Étymologie: σύν, μοχθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μοχθέω samen (met...) zwoegen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συμμοχθέω: совместно трудиться, разделять труды (τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
συμμοχθέω: συμμετέχω εἰς τοὺς κόπους τινός, μοχθῶ μετά τινος, τινι Εὐρ. Ι. Τ. 690.
Greek Monotonic
συμμοχθέω: μέλ. -ήσω, μοχθώ, κοπιάζω από κοινού με, τινί, σε Ευρ.