συμπερίειμι
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
(εἶμι ibo) go round with, κυνί X.Cyn.10.4, cf. Them.Or.25.310c: c. acc., τὸ τεῖχος Aen.Tact.38.2.
German (Pape)
[Seite 986] (s. εἶμι), mit, zugleich, zusammen umhergehen; Xen. Cyn. 10, 4; Luc. Conv. 16.
French (Bailly abrégé)
entourer, τινι.
Étymologie: σύν, περίειμι².
Russian (Dvoretsky)
συμπερίειμι: ходить вокруг, обходить Xen., Luc., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
συμπερίειμι: (εἶμι ibo) περιέρχομαι μετά τινος, συμπεριιέναι τῇ κυνὶ Ξεν. Κυν. 10, 4.
Greek Monolingual
Α
περίειμι συγχρόνως, περιέρχομαι μαζί με άλλον («συμπεριιέναι τὸ τεῖχος», Αιν. Τακτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περίειμι (II) «περιέρχομαι»].
Greek Monotonic
συμπερίειμι: περιφέρομαι μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ξεν.