συμπερίειμι

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπερίειμι Medium diacritics: συμπερίειμι Low diacritics: συμπερίειμι Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΕΙΜΙ
Transliteration A: symperíeimi Transliteration B: symperieimi Transliteration C: symperieimi Beta Code: sumperi/eimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) go round with, κυνί X.Cyn.10.4, cf. Them.Or.25.310c: c. acc., τὸ τεῖχος Aen.Tact.38.2.

German (Pape)

[Seite 986] (s. εἶμι), mit, zugleich, zusammen umhergehen; Xen. Cyn. 10, 4; Luc. Conv. 16.

French (Bailly abrégé)

entourer, τινι.
Étymologie: σύν, περίειμι².

Russian (Dvoretsky)

συμπερίειμι: ходить вокруг, обходить Xen., Luc., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερίειμι: (εἶμι ibo) περιέρχομαι μετά τινος, συμπεριιέναι τῇ κυνὶ Ξεν. Κυν. 10, 4.

Greek Monolingual

Α
περίειμι συγχρόνως, περιέρχομαι μαζί με άλλον («συμπεριιέναι τὸ τεῖχος», Αιν. Τακτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περίειμι (II) «περιέρχομαι»].

Greek Monotonic

συμπερίειμι: περιφέρομαι μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ξεν.

Middle Liddell

to go round with another, c. dat., Xen.