συναγρεύω
From LSJ
English (LSJ)
join in the chase, AP9.337 (Leon.):—Pass., -ευθεῖσα Λυαίῳ Nonn. D. 20.387.
German (Pape)
[Seite 996] mitjagen od. -fangen, Leon. Tar. 17 (IX 337).
French (Bailly abrégé)
chasser à la fois avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀγρεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αγρεύω meejagen.
Russian (Dvoretsky)
συναγρεύω: охотиться в одно и то же время, сразу (καὶ κυσὶ καὶ καλάμοις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
συναγρεύω: ἀγρεύω, κυνηγῶ ὁμοῦ μετά τινος, συναγρεύω καὶ κυσὶ καὶ καλάμοις Ἀνθ. Π. 9. 337.
Greek Monolingual
Α
κυνηγώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγρεύω (< ἄγρα «κυνήγι»)].
Greek Monotonic
συναγρεύω: συνοδεύω ή συμμετέχω στο κυνήγι, σε Ανθ.