συναναπλέκω
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
A entwine also, Aq.Jb. 39.13:—Pass., Luc.Gall.13, Anach.15: metaph., Longin.20.1; combine, Vett.Val.99.19.
2 mix up together, Alex.Trall.Febr. 4.
German (Pape)
[Seite 1000] mit, zugleich daran oder dareinflechten, κόμαι συναναπεπλεγμέναι τῷ χρυσίῳ Luc. gall. 13.
French (Bailly abrégé)
entrelacer avec.
Étymologie: σύν, ἀναπλέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναπλέκω mede invlechten. Luc. 22.13.
Russian (Dvoretsky)
συναναπλέκω: вместе сплетать, переплетать (κόμαι συναναπεπλεγμέναι τῷ χρυσίῳ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συναναπλέκω: ἀναπλέκω ὁμοῦ, συναναπεπλεγμέναι τῷ χρυσίῳ κόμαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 13, πρβλ. Ἀνάχαρσ. 15˙ μεταφορ. Λογγῖν. 20. 1. ΙΙ συμπλέκομαι, ἡ Ροδόπη συνανεπλάκη μοι καὶ κατεφίλησε Εὐμάθ. 345.
Greek Monolingual
ΜΑ
συνδέω στενά
αρχ.
1. αναμιγνύω
2. παθ. συναναπλέκομαι
αγκαλιάζω σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπλέκω «συμπλέκω»].
Greek Monotonic
συναναπλέκω: διαπλέκω, ενυφαίνω μαζί με, τί τινι, σε Λουκ.