συνδιαπλέκω
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
interweave, πάντα ἐν τάξει Herm. in Phdr. p.110A.:—Pass., Iamb. ap. Stob.1.49.31, Phot.
German (Pape)
[Seite 1007] mit durchflechten, Sp.
Greek Monolingual
ΜΑ
συμπλέκω, συνυφαίνω («καλὰ... καὶ ὠφέλιμα τῇ παραινέσει συνδιαπλέκεται θεωρήματα», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλέκω «συμπλέκω»].