συνεπεκτείνω
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
extend or spread over together, τινί τι Aristaenet. 2.15:—Pass., Arist.Ph.216b29, Gal.UP14.14; expand with, Id.2.562; extend or project against the enemy as well, Ael.Tact.13.3.
German (Pape)
(τείνω), mit, zugleich darüber ausspannen, -dehnen, Aristaen. 2.15.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεκτείνω: растягивать, pass. растягиваться, расширяться Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεκτείνω: ἐκτείνω, ἐπεκτείνω ὁμοῦ μετά τινος, καί μοι συνεπεκτείνουσα τῶν ἀφροδισίων τὴν τέρψιν Ἀρισταίν. 2. 15· ― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 3· ἐξαπλοῦμαι, συνεπεκτείνεται παντὶ τῷ κατ’ ἐπιγάστριον χωρίῳ Γαλην. τ. 4, σ. 119.
Greek Monolingual
Α
1. επεκτείνω, εξαπλώνω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεκτείνεται παντὶ τῷ κατ' ἐπιγάστριον χωρίῳ», Γαλ.)
2. εκτείνω ή προβάλλω επίσης κάτι εναντίον κάποιου.