συνεπεκτείνω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεκτείνω Medium diacritics: συνεπεκτείνω Low diacritics: συνεπεκτείνω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synepekteínō Transliteration B: synepekteinō Transliteration C: synepekteino Beta Code: sunepektei/nw

English (LSJ)

extend or spread over together, τινί τι Aristaenet. 2.15:—Pass., Arist.Ph.216b29, Gal.UP14.14; expand with, Id.2.562; extend or project against the enemy as well, Ael.Tact.13.3.

German (Pape)

(τείνω), mit, zugleich darüber ausspannen, -dehnen, Aristaen. 2.15.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεκτείνω: растягивать, pass. растягиваться, расширяться Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεκτείνω: ἐκτείνω, ἐπεκτείνω ὁμοῦ μετά τινος, καί μοι συνεπεκτείνουσα τῶν ἀφροδισίων τὴν τέρψιν Ἀρισταίν. 2. 15· ― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 3· ἐξαπλοῦμαι, συνεπεκτείνεται παντὶ τῷ κατ’ ἐπιγάστριον χωρίῳ Γαλην. τ. 4, σ. 119.

Greek Monolingual

Α
1. επεκτείνω, εξαπλώνω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεκτείνεται παντὶ τῷ κατ' ἐπιγάστριον χωρίῳ», Γαλ.)
2. εκτείνω ή προβάλλω επίσης κάτι εναντίον κάποιου.