συνεπισημαίνω
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
A help to indicate, τῇ τοῦ θεοῦ προνοίᾳ Plu.2.398a, cf. Gal. 19.188: mostly in Med., join in expressing a judgement of a thing (c. acc.), whether in disapproval, Plb.4.24.4; or in approval, D.S.17.25.
2 Med., explain: or interpret in addition, Gal.17(1).600.
French (Bailly abrégé)
signifier en même temps ou en outre.
Étymologie: σύν, ἐπισημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισημαίνω:
1 одновременно служить знаком, обозначать, выражать: σ. τῇ τοῦ θεοῦ προνοίᾳ Plut. служить выражением божественной прозорливости;
2 med. вместе порицать Polyb.;
3 med. вместе одобрять (τὰς ἀνδραγαθίας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισημαίνω: ὁμοῦ ἐπισημαίνω, δεικνύω, φανερώνω, Πλούτ. 2. 398Α· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐκφράζω γνώμην περί τινος πράγματος (μετ’ αἰτ.), εἴτε ἀποδοκιμάζων, Πολύβ. 4. 24, 4· εἴτε ἐπιδοκιμάζων Διόδ. 17. 25.
Greek Monolingual
Α ἐπισημαίνω
1. επισημαίνω, φανερώνω μαζί με άλλον
2. μέσ. συνεπισημαίνομαι
α) ερμηνεύω επιπροσθέτως
β) επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.