συντυχαίνω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

συντυγχάνω ΝΜΑ τυγχάνω / τυχαίνω]
1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία
2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία
3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει
τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τον γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῦ διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι», Θουκ.)
νεοελλ.-μσν.
συνομιλώ, συζητώ
αρχ.
1. συναντώ κάποιους και εγώ επίσης
2. (αμτβ.) αποβαίνω («εὖ ξυντυχόντων και πόλεως σεσωσμένης», Αισχύλ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. β' και ενεστ. ως ουσ. και σπαν. η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συντυχών και ὁ συντυγχάνων
ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε
4. (το ουδ. μτχ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) τὸ συντυχόν
το κακό, το πρόστυχο
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συντυγχάνοντες
οι συναντώμενοι τυχαία
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) τὰ συντυχόντα
οι περιστάσεις.