συστρογγύλλω
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
roll up into a ball, οὐσίαν συνεστρόγγῡλεν played at ball with it, i.e. squandered it (made ducks and drakes of it is our phrase), Alex.246.4; οὐσίδιον.. συνεστρόγγῡλα κἀξεκόκκισα (συνεστρογγύλικα codd.Ath.) Nicom.Com.3.
German (Pape)
[Seite 1045] zurunden, zusammenrunden, ganz rund machen, τὴν οὐσίαν, das Vermögen abrunden, d. h. es verzehren, Alexis bei Ath. IV, 165 d.
Greek Monolingual
Α
1. καθιστώ κάτι εντελώς στρογγυλό
2. μτφ. (σχετικά με περιουσία) δαπανώντας ελαττώνω, περικόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρογγύλλω «κάνω κάτι στρογγυλό» (< στρογγυλός)].