τεκνοφόνος
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
τεκνοφόνον, child-murdering, LXX Wi.14.23.
German (Pape)
[Seite 1083] Kinder mordend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
meurtrier de ses propres enfants.
Étymologie: τέκνον, πεφνεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοφόνος: -ον, τεκνοκτόνος, φονεὺς τέκνων, Ἑβδομ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔ΄, 23).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σκοτώνει τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -φόνος (< φόνος), πρβλ. γυναικοφόνος.
Greek Monotonic
τεκνοφόνος: -ον (*φένω), παιδοκτόνος, φονιάς παιδιών.